- ιπποπέδη
- ἡ (ΑΜ ἱπποπέδη)δεσμός τών ποδιών τού ίππου για την παρεμπόδιση τής ελεύθερης κίνησης τουαρχ.ονομασία τής τροχιάς ενός πλανήτη που έδωσε ο Εύδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + πέδη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱπποπέδη — horse fetter fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποπέδην — ἱπποπέδη horse fetter fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποπέδης — ἱπποπέδη horse fetter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Hippopede — In geometry, a hippopede (from ἱπποπέδη meaning horse fetter in ancient Greek) is a plane curve determined by an equation of the form (x2 + y2)2 = cx2 + dy2, where it is assumed that c>0 and c>d since the remaining cases either reduce to a… … Wikipedia
λημνίσκος — Η καμπύλη που χαρακτηρίζεται από το ότι το γινόμενο των αποστάσεων κάθε σημείου της από δύο ορισμένα σταθερά σημεία είναι επίσης σταθερό. Έστω xΟy ένα ορθοκανονικό σύστημα αναφοράς στο επίπεδο και δύο σταθερά σημεία του, τα F1 = ( α, 0), F2 = (α … Dictionary of Greek